Ο Σεβαστός άκουγε συχνά στον ύπνο του τον Άγιο Μάμα να τον παρακινεί για πολλές νύχτες να πάει στο απέναντι χωριό που κατοικούσαν τώρα οι Τούρκοι να του κτίσει μια εκκλησία. Παρόλο που κάθε βράδυ ο Κοκόνας και οι άλλοι χωριανοί, έβλεπαν στο χώρο που του υπέδειξε ο άγιος ένα φως σαν αναμμένο καντήλι μέσα σε ένα θάμνο, σε μια “παλλούρα”, φοβόταν να επιχειρήσει ένα τέτοιο πράγμα, που του ζητούσε ο Άγιος Μάμας. Καταραχάς φοβόταν να αρχίσει να κτίζει μια Εκκλησία σε χώρο που κατοικούσαν αλλόθρησκοι Μουσουλμάνοι. Δεύτερον, ήξερε ότι στο χώρο που θα κτιζόταν η εκκλησία δεν υπήρχε νερό. Λίγο νερό υπήρχε σε 2-3 πηγάδια στο κέντρο του χωρίου. Τρίτον, ήταν το οικονομικό θέμα. Ο Σεβαστός ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής, οικογενειάρχης και οι συγχωριανοί του δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα, για να τον βοηθήσουν οικονομικά. Τελικά φάνηκε πως ο Θεός είχε το σχέδιο του γι’ αυτό μερίμνησε για όλα.
Με το ξεκίνημα της εκκλησίας επαληθεύτηκαν οι επιφυλάξεις και φοβίες του Σεβαστού. Όταν άρχισε το κτίσμα και πραγματικά δεν υπήρχε στο χώρο νερό, η παράδοση λέει ότι ο Σεβαστός χρησιμοποίησε τις πρώτες μέρες για το θεμελίωμα και κρασί. Κάποιο βράδυ ο άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο του Σεβαστού και τον συμβούλεψε την επαύριον να ρίξει το μυστρί του από το χώρο της εκκλησίας και όπου αυτό πέσει να ανοίξουν λάκκο και θα βρουν νερό. Έτσι και έγινε. Το πηγάδι που άνοιξε ο Σεβαστός υπάρχει ακόμα και σήμερα, λίγα μέτρα πιο πέρα απο την εκκλησία.
Μεταγενέστερα, γύρω στο 1890, οι κάτοικοι του χωριού άνοιξαν υπόγεια σήραγγα (“λαούμια”) και μετέφεραν το νερό από το χώρο της εκκλησίας στο κεντρικό μέρος του χωριού, όπου εκεί έκτισαν σε δύο διαφορετικά σημεία δύο μεγάλες “χαβούζες” για τις ανάγκες των κατοίκων.
Το πηγάδι που έσκαψε ο Σεβαστός κατ' εντολή του Αγίου Μάμα για να βρουν νερό.
Ενώ το κτίσιμο της εκκλησίας προχωρούσε κανονικά, ξαφνικά έπληξε τους Τούρκους του χωριού θανατικό, “πανούκλα”. Έτσι ο Σεβαστός αναγκάστηκε να διακόψει για λίγο της εργασίες.
Σε μικρό χρονικό διάστημα πέθαναν από την πανούκλα όλοι οι Τούρκοι. Ο μόνος που γλύτωσε το θανατικό ήταν ο πλουσιότερο, ο Τσιφλίκας του χωριού, ο Αλή Πασάς. Ο Αλή, φοβούμενος το θανατικό πήγε στο Σεβαστό και του πρότεινε να πουλήσει το μεγάλο τσιφλίκι που είχε στο “Γρικέλλι” και ότι μάζεψει να τα δωρίσει για το κτίσιμο της εκκλησίας. Αυτό έκανε. Πούλησε το τσιφλίκι, πήρε εφτά πουγκιά=(3 1/2 γρόσια) και τα έδωσε στο Σεβαστό. Ο ίδιος έφυγε για το Κοιλάνι, όπου εκεί κατοικούσαν και άλλοι Τούρκοι.
Παρόλο που τα χρήματα που πρόσφερε ο Αλή Πασάς ήταν ένα σεβαστό ποσό για την εποχή, γιατι το τσιφλίκι που πουλούσε ήταν πολλές εκατοντάδες σκάλες, εντούτις δεν αρκούσαν για την ολοκλήρωση της εκκλησίας. Μόλις που αρκούσαν να τελειώση το κτίσιμο. Ο εξοπλισμός του ναού έγινε σταδιακά και πήρε 130 χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Η εκκλησία θα κτίστηκε το 1720. Αυτό επιβεβαιώνεται απο την επιγραφή που είναι στο κάτω μέρος της αρχαίας εικόνας του Αγίου Μάμαντος, όπου αναγράφονται τα ακόλουθα: “Μνήσθητι Άγιε του δούλου του Θεού Σεβαστού, μετα της συμβίας και των τέκνων αυτών του κτητόρου του αγίου ναού τούτου 1720”.
We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue to use this site we will assume that you are happy with it.